Σε Σένα Που Διάλεξε Η Καρδιά Μου

 
 Η αφήγηση της μικρής οικογενειακής μας ιστορίας κάπου εδώ τελειώνει.
Οι δυσκολίες προσαρμογής έχουν γίνει πια παρελθόν.
Ο Παναγιώτης εδώ και χρόνια είναι πια αναπόσπαστο μέλος μας.
Ενημερώνει ο ίδιος τους δάσκαλους – και τώρα πια τους καθηγητές του – με άνεση και απλότητα πως ήταν σε ίδρυμα κι από κει τον πήραμε στην οικογένειά μας.
Παρ’ όλα αυτά, με κάποιο μαγικό τρόπο φαίνεται πως είμαι η μαμά που γέννησε και τους δυο.
Δεν εξηγείται αλλιώς, όταν η κουβέντα γυρίζει σε κάτι που συνέβη στην εγκυμοσύνη μου να ακούω τον Βασίλη να ρωτά: «στον Παναγιώτη μαμά πώς ήσουν;»… περιμένοντας να του πω αντίστοιχες ιστορίες απ’ τον καιρό που .. ήμουν έγκυος στον αδελφό του!
Η αρχή της ιστορίας έχει ξεχαστεί από όλους μας.
Έχουμε κρατήσει την ουσία..
Και ουσία είναι η αγάπη και το δέσιμο μεταξύ μας.
Η σχέση των δυο παιδιών καλυτερεύει καθώς μεγαλώνουν.
 
παιδιά
Οι δυο τους είναι τελείως διαφορετικοί χαρακτήρες.
Έχουν πολλές προστριβές και αντιθέσεις, ξέρω όμως πως αγαπιούνται και κατά ένα περίεργο τρόπο, είμαι σίγουρη πως στο μέλλον θα στηρίξει και θα «σταθεί» ο ένας στον άλλον.
Ο Παναγιώτης είναι ένα χαρισματικό παιδί.
Είναι τολμηρός, ανεξάρτητος, χαμογελαστός, τρυφερός.
Του αρέσει να φροντίζει τους άλλους.
Ειδικά όταν αρρωσταίνω είναι συνέχεια πλάι μου κουβαλώντας τον δίσκο με το φαγητό στο κρεββάτι, μαλώνοντας με όταν δεν ξεκουράζομαι, απαιτώντας με αυστηρό ύφος, που μου φαίνεται τόσο αστείο, να πιω τα φάρμακά μου ..
Είναι κοινωνικός και χαρούμενος.
Έξυπνος, δημιουργικός κι εργατικός.
Και για να μη βιαστείτε να σκεφτείτε πως είμαι μαμά-κουκουβάγια θα σας πω ότι παράλληλα είναι πεισματάρης και ξεροκέφαλος πολύ, πάρα πολύ !
Όταν μένουμε οι δυο μας μιλάμε για πολλά.
Για το παρελθόν αλλά και για το μέλλον.
Έχουμε τα δικά μας μικρά μυστικά, τους κρυφούς μας κώδικες.
Κι είναι συνηθισμένη πια η στιχομυθία. σε ανύποπτο χρόνο, όταν βρισκόμαστε οι δυό μας.
– Παναγιώτη;
– ναι
– σ’ αγαπάω πολύ, πάρα πολύ!
– κι εγώ μαμά !

Η Αποκάλυψη

Παιδί και σκύλοςO κοινωνικός περίγυρος δέχτηκε τον Παναγιώτη χωρίς ενδοιασμούς.
Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.
Ο Παναγιώτης είναι ένα χαρισματικό παιδί που σε κερδίζει με την πρώτη ματιά.
Ακόμα και η ιδιαιτερότητα στο δέρμα του, αυτή η κοκκινίλα και η ξηροδερμία λόγω της ιχθύασης, περνούσε και περνά σχετικά απαρατήρητη καθώς, επειδή είναι ξανθός με λευκό δέρμα, όλοι το αποδίδουν στον ήλιο.
Έτσι έχουμε συνηθίσει να ακούμε ξένους να του λένε «να φοράς καπέλο, σε έχει «αρπάξει» ο ήλιος»…
Όταν πήγε στην πρώτη δημοτικού έπιασα την δασκάλα και την ενημέρωσα.
Της εξήγησα τα πάντα έτσι ώστε να ξέρει να αντιμετωπίσει κάθε τι που ίσως παρουσιαζόταν στην πορεία.
΄Ετσι λίγους μήνες αργότερα την άκουγα με έκπληξη να μου παραπονιέται πως ο Παναγιώτης (ο οποίος πήγε και πενταμισάρης σχολείο) υστερεί σε σχέση με τα άλλα παιδιά και για να μου το αποδείξει μου είπε » για να καταλάβετε, μιλούσαμε στο μάθημα για τις βάρκες και ο Παναγιώτης δεν ήξερε καν τί είναι».
Την κοίταγα και απορούσα πώς αυτή η γυναίκα πήρε το δίπλωμα της εκπαιδευτικού!
Και  γιατί να ξέρει; της απάντησα, δεν σας είπα πού μεγάλωσε το παιδί, πού βρισκόταν όλα τα χρόνια; τί παραστάσεις είχε; πώς να ξέρει λοιπόν τί είναι η βάρκα; δεν έχει δει ποτέ του..
Έμεινε να με κοιτά έκπληκτη και αμέσως μετά μου ζήτησε συγνώμη καθώς δεν το είχε σκεφτεί καθόλου με αυτόν τον τρόπο.
Θυμάμαι πως είχα θυμώσει πολύ μαζί της.
Ακούς εκεί δεν το σκέφτηκε!
Και γιατί παρακαλώ την ενημέρωσα;
Για να κάνουμε κους κους;
Για να της «δειχτώ» ή για να περάσουμε την ώρα μας;
Εκπαιδευτικός σου λέει μετά!
Ο μικρός την είχε δασκάλα του μέχρι την Τρίτη  κι ακόμα και τώρα αν τον ρωτήσεις λέει πως ήταν η χειρότερη δασκάλα που είχε.. εκείνος βέβαια το στηρίζει στο γεγονός πως τους φώναζε..
Στο τέλος της χρονιάς πάνω στο ενδεικτικό της Πρώτης αναγράφονταν τα στοιχεία του Παναγιώτη με όνομα πατρός και μητρός αυτά των βιολογικών του γονιών.
Με μια αστραπιαία κίνηση το πήρα απ’ τα χέρια του εγκαίρως και πρόλαβα ερωτήσεις κι απορίες.
Μέχρι τώρα όταν ρωτούσε γιατί είχε διαφορετικό επίθετο του απαντούσα πως ο καθένας μας έχει το δικό του, άλλο ο μπαμπάς, άλλο εγώ, άλλο οι δυό μεγάλοι μου γιοί (που ήταν απ’ τον πρώτο μου γάμο), έτσι είχα αποφύγει για λίγο τις πιο άμεσες εξηγήσεις.
Στο τέλος της Δευτέρας όμως ήμουν πιο εφησυχασμένη και ξεχάστηκα.
Έτσι γυρίζοντας σπίτι κι ενώ ήμουν απασχολημένη άκουσα ξαφνικά τον Παναγιώτη να διαβάζει φωναχτά το ενδεικτικό..
«Ο Παναγιώτης  ……  του  Τάδε και της Δείνα…» και αμέσως μετά τον άκουσα να με ρωτά με φωνή γεμάτη απορία:
– μαμά λένε τον μπαμπά Τάδε;..
Έμεινα ακίνητη με την ανάσα κομμένη, τί του λένε τώρα;
– όχι μωρό μου, τον μπαμπά τον λένε Χρήστο.
– κι ο Τάδε ποιός είναι;
Τό’βλεπα πως το παιδί είχε μπερδευτεί.
Μέχρι τώρα νόμιζε – παρ’ όλες τις εξηγήσεις μου – πως όλα τα παιδιά γεννιούνται μέσα σ’ ένα μεγάλο σπίτι κι από κει τα παίρνουν κάποια στιγμή οι γονείς τους, δηλαδή εμείς.
Τώρα είχε μπερδευτεί και δεν καταλάβαινε από πού προέκυπτε το δεύτερο όνομα..
Βαθειά ανάσα και προσευχή από μέσα μου να με βοηθήσει ο Θεός να τα πω σωστά..
– αγόρι μου, ο Τάδε και η Δείνα είναι οι γονείς σου, εκείνοι που σε γέννησαν.
Σιωπή δευτερολέπτου και μετά:
 – τότε γιατί με άφησαν στο ίδρυμα;
Ένας κόμπος μου έκλεινε τον λαιμό, παρ’ όλα αυτά απάντησα.
– αυτό δεν το ξέρω, είμαι όμως σίγουρη πως θα είχαν πολύ σοβαρό λόγο, βλέπεις οι γονείς αγαπάνε πολύ, πάρα πολύ τα παιδιά τους, για να αναγκαστούν λοιπόν να σε αφήσουν θα πρέπει να ήταν πραγματικά μεγάλη ανάγκη.
Ο μικρός με κοιτούσε αμίλητος κι εγώ συνέχισα.
– μπορεί να ήταν πολύ φτωχοί και να μην είχαν την δυνατότητα να σε ζήσουν ή να υπήρχε κάποιο άλλο πρόβλημα, δεν ξέρω τον λόγο, αυτό που ξέρω σίγουρα είναι πως θα πρέπει να ήταν κάτι πολύ σοβαρό!
-ναι, αλλά μου είπες ψέμματα.
– εγώ; πότε;
– όταν παλιά σε είχα ρωτήσει αν τους ξέρεις, μου είχες πει όχι.
– μα δεν τους ξέρω μωρό μου, τα ονόματά τους έχω διαβάσει στα χαρτιά σου όπως κι εσύ τώρα.
Αποσύρθηκε αμίλητος στο δωμάτιό του και για καιρό τό’βλεπα πως ήταν σοκαρισμένος και προβληματισμένος.
Άρχισε να παρακολουθεί στην τηλεόραση εκπομπές που αναφέρονταν σε ανθρώπους που είχαν χαθεί και βρίσκονταν μετά από χρόνια.
Σε μια τέτοια στιγμή που παρακολουθούσε το σμίξιμο ενός πατέρα με την κόρη του  πήγα και κάθησα δίπλα του.
Τον αγκάλιασα και του είπα ψιθυριστά στο αυτί «όταν μεγαλώσεις θα ψάξουμε μαζί να τους βρούμε, εγώ θα σε βοηθήσω εντάξει;»
Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά με τα ματάκια του δακρυσμένα και χώθηκε στην αγκαλιά μου.
 
συνεχίζεται..

Αγάπη Και Αντοχές

 
Εκείνον τον πολύ δύσκολο πρώτο χρόνο της προσαρμογής όλων μας, θυμήθηκα πολλές φορές την κοινωνική λειτουργό που στις ατέλειωτες κουβέντες που κάναμε πριν δοθεί η έγκριση της αναδοχής, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μας αποτρέψει.
Την θυμόμουν που μου έλεγε «έχετε περάσει πολλά στη ζωή σας, σκεφτείτε το.. τώρα έχετε πια βρει την γαλήνη, τους ρυθμούς σας, η ζωή σας θα αναστατωθεί, δεν έχετε λόγο να μπείτε σε μια τέτοια δοκιμασία».
Φυσικά δεν άκουγα τίποτα.
Ένιωθα δυνατή να παλέψω με κάθε αντιξοότητα, με κάθε δυσκολία.
Όμως εκείνη ήξερε, τα είχε δει πολλές φορές στην δουλειά της, μιλούσε την γλώσσα της λογικής ενώ εμένα με είχε κυριεύσει το συναίσθημα.
Εκείνον τον πρώτο χρόνο λοιπόν που οι αντοχές μου δοκιμάστηκαν όσο ποτέ άλλοτε, την θυμόμουν συχνά.
Υπήρξαν και κανα δυό στιγμές – ντρέπομαι που το λέω – που το μετάνιωσα.
Που λύγισα και σκέφτηκα τί πήγα κι έκανα;
Γιατί δεν καθόμουν στην ησυχία μου;
Στιγμές που τα προβλήματα φάνταζαν ανυπέρβλητα και η κούραση – ψυχική και σωματική – με λύγιζε.
Δεν προσπαθώ να δικαιολογηθώ όμως δεν ήμουν μια μαμά που ήταν στο σπίτι, δούλευα όπως και τώρα και μάλιστα με δύσκολο ωράριο.
Μπορεί να ήταν δική μου δουλειά, όμως ήμουν από τις εξήμισι το πρωί μέχρι τις έξι το απόγευμα στο μαγαζί και μετά έπρεπε να τρέξω μαζί με τα παιδιά για ψώνια, μαγείρεμα κι όλα όσα κάνουμε όλες οι εργαζόμενες μαμάδες.
Η προσοχή που έπρεπε να δείχνω σε κάθε κίνηση που έκανα, σε κάθε αγκαλιά, σε κάθε χαμόγελο, σε κάθε βλέμμα, ήταν εξουθενωτική.
Ακόμα και την ώρα που σερβίριζα το φαγητό ένιωθα το βλέμμα του Παναγιώτη να μετρά τις μπουκιές και την ποσότητα στα πιάτα τους για να δει αν είχα βάλει περισσότερο στον Βασίλη απ’ ότι σ’ εκείνον.
 
παιδιά-χωριό
 
Ξέρω πως η ζήλεια υπάρχει – και πολλές φορές αρκετά έντονα – ακόμα και στα βιολογικά αδέλφια.
Όμως σ’ αυτή την περίπτωση το μωρό που έρχεται στην οικογένεια δεν καταλαβαίνει.
Μπορείς να αγκαλιάζεις το μεγαλύτερο, να το ησυχάζεις και να το βεβαιώνεις πως είναι το ίδιο σημαντικό για σένα όσο και το νέο μέλος της οικογένειας.
Στην δική μας περίπτωση το νέο μέλος δεν ήταν μωρό, ήταν ένα τετράχρονο παιδάκι που σ’αυτά τα πολύ σημαντικά πρώτα χρόνια της ζωής του, είχε στερηθεί την αγάπη, την προσοχή, την αποκλειστικότητα κι ήταν φυσικό να τα διεκδικεί με έντονο και απόλυτο τρόπο, ακόμα ακόμα και με τσαμπουκά.
Θυμάμαι κάποια φορά που με ρώτησε «μαμά πότε πήρατε τον Βασίλη;» κι αμέσως μετά «εμένα γιατί αργήσατε τόσο;».
Ξαφνικά συνειδητοποίησα πως στο μυαλουδάκι του είχε σχηματιστεί η εντύπωση πως με αυτόν τον τρόπο έρχονται τα παιδιά στον κόσμο.
Οι βρεφοκόμες στο ίδρυμα τα μεγάλωναν λέγοντάς τους πως κάποια μέρα θα έρθουν οι γονείς τους να τα πάρουν, οπότε …
Του είπα λοιπόν πως τον Βασίλη δεν τον πήραμε, πως τον είχα στην κοιλιά μου, πως τον γέννησα, όμως εκείνον τον διάλεξα ανάμεσα σε πάρα πολλά παιδιά γιατί ήταν το πιο όμορφο, το πιο έξυπνο, το πιο χαρισματικό απ’ όλα κι εγώ τον αγάπησα τρελά.
Και τότε εκείνος τύλιξε τα χεράκια του στον λαιμό μου, με φίλησε και μείναμε έτσι αγκαλιασμένοι για ώρα..
 
συνεχίζεται..

Σε Τεντωμένο Σχονί

O πρώτος χρόνος στο σπίτι με τον Παναγιώτη ήταν απίστευτα δύσκολος και κουραστικός.
Ήταν ένας χρόνος στην διάρκεια του οποίου δοκιμάστηκαν οι αντοχές μου όσο ποτέ άλλοτε.
Ο μικρός ήταν σχεδόν τεσσάρων και είχε έντονα τα σημάδια της «ιδρυματοποίησης» στην συμπεριφορά του, για να κοιμηθεί πιπιλούσε δείκτη και μεσαίο.
Τα δυό του δάχτυλά του είχαν παραμορφωθεί .
Αφού το κουβεντιάσαμε μαζί του ξανά και ξανά εξηγώντας του πόσο άσχημα γίνονταν τα δάχτυλά του, δοκιμάσαμε διάφορες λύσεις .
Στην αρχή του δέσαμε το χέρι με μια γάζα σα να ήταν τραυματισμένο και του περάσαμε ένα πάνινο γαντάκι όπως κάνουμε στα μωρά.
Παρ’ όλα αυτά εκείνος κατάφερνε να τα βγάλει και την νύχτα ξυπνούσα πάλι απ’τον ήχο που έκανε ρουφώντας – κυριολεκτικά – τα δάχτυλά του.
Μετά πήρα απ’το φαρμακείο ένα ειδικό υγρό που χρησιμοποιείται από τα άτομα που θέλουν να σταματήσουν να τρώνε τα νύχια τους.
Το υγρό αυτό έχει άσχημη γεύση, όχι όμως για τον Παναγιώτη που δεν επηρεάστηκε καθόλου και συνέχισε ακάθεκτος!
Δεν ήξερα τί άλλο να κάνω, το μόνο που μου έμενε ήταν – επειδή ο θόρυβος ήταν πολύ ενοχλητικός, αλλά και τα δάχτυλά του είχαν παραμορφωθεί – να πηγαίνω στο δωμάτιό του και με μια απότομη κίνηση να του βγάζω τα δάχτυλα απ’ το στόμα.
Αυτό ήταν!
Πολύ σύντομα κόπηκε η κακιά συνήθεια κι άρχισαν τα δάχτυλά  να επανέρχονται σιγά σιγά στη φυσική τους μορφή.
Άλλο ένα πρόβλημα που είχα να αντιμετωπίσω ήταν αυτό της νυχτερινής ενούρησης.
Εδώ παιδευτήκαμε πολύ… πάρα πολύ!
Του έδινα νωρίς το βραδινό του γάλα κι έβαζα το ξυπνητήρι ανά δύο ώρες την νύχτα.
Τον πήγαινα  τουαλέτα στις 12,00 πριν πέσω για ύπνο και μετά στις 2,00, στις 4,00 και στις 6,00.
Αν υπολογίσει κανείς ότι στις 6,30 σηκωνόμουν έτσι κι αλλιώς για την δουλειά θα μπορέσει να καταλάβει για τί μαρτύριο επρόκειτο.
Παρ’ όλα αυτά, πάντα μα πάντα, στο ενδιάμεσο τον έβρισκα μούσκεμα.
Σ’εκείνες τις δυο ώρες που μεσολαβούσαν ο Παναγιώτης κατάφερνε να αδειάσει στο κρεβάτι τον Νιαγάρα!
Αυτή η ιστορία κράτησε σχεδόν δυό χρόνια!
Επίσης καθώς ήταν – και είναι – ένα υπερκινητικό παιδί, με ανεξάρτητο χαρακτήρα έπρεπε να είμαι συνεχώς σε εγρήγορση και νά’ χω τα μάτια μου πάνω του καθώς ποτέ δεν ήξερες τί ήταν ικανός να κάνει ή να πειράξει στην προσπάθειά του να γνωρίσει αυτόν τον κόσμο που ξαφνικά κι απότομα γνώριζε.
 Παράλληλα είχα να αντιμετωπίσω την ζήλεια του ενός παιδιού για το άλλο.
Ο Παναγιώτης ερχόμενος σπίτι βρήκε τον Βασίλη ο οποίος είχε ήδη, όπως ήταν φυσικό, τον χώρο του και το μερίδιο της αγάπης μέσα στην οικογένεια, έτσι άρχισε να με διεκδικεί έντονα κι ανταγωνιστικά.
Δεν τολμούσα ούτε ματιά παραπάνω να ρίξω  στον Βασίλη.
Όλα έπρεπε να τα μοιράζω ισότιμα για να μην υπάρχουν προβλήματα και εκρήξεις τα οποία εντέλει, όσες φιλότιμες προσπάθειες κι αν έκανα υπήρχαν.
Ο μεγάλος ζήλευε καθώς ξαφνικά έπρεπε να μάθει να με μοιράζεται, ο μικρός απ’ την άλλη μόλις με είχε βρει κι ήθελε να βεβαιωθεί για την αγάπη μου.. και στην μέση εγώ!
Aισθανόμουν να περπατάω σε τεντωμένο σχοινί κι αυτό σε καθημερινή βάση ήταν εξουθενωτικό.
Μόνο τις ώρες που ο Βασίλης έλειπε στο νηπιαγωγείο έπαιρνα ανάσα.
Τότε δεν χρειαζόταν να προσέχω την κάθε μου λέξη, το κάθε βλέμμα.. τότε γινόμουν αποκλειστικά μαμά του Παναγιώτη κι εκείνος το απολάμβανε όσο τίποτα.
Σε μια τέτοια στιγμή που ήμασταν μόνοι οι δυό μας τον άκουσα να μου λέει το εκπληκτικό «σ’ ευχαριστώ μαμά που μ΄αγαπάς» που με άφησε άφωνη και δακρυσμένη να τον σφίγγω για ώρα στην αγκαλιά μου δίχως να μπορώ να αρθρώσω λέξη!
αγκαλιάσυνεχίζεται…
 

Η Γνωριμία

Tην νύχτα πριν από το πρωϊνό που θα βλέπαμε πρώτη φορά τον Παναγιώτη κοιμήθηκα ελάχιστα.
Στριφογύριζα στο κρεβάτι «προβάροντας» ξανά και ξανά λόγια και κινήσεις.
Ήμουν αγχωμένη!
Ένιωθα το βάρος της απόφασής μου – της απόφασής μας – τεράστιο κι ασήκωτο στους ώμους μου.
Σκεφτόμουν πως όφειλα να είμαι καλά γι’ αυτό το παιδί, να μη πάθω τίποτα, να είμαι δίπλα του, να το μεγαλώσω και να το στηρίξω.
Είχα ήδη κόψει το τσιγάρο έξη μήνες πριν..
Κι ήταν περίεργο όλο αυτό καθώς σε κανένα από τα τρία μου παιδιά δεν είχα νιώσει έτσι.
Για κανένα από τα βιολογικά μου παιδιά δεν είχα αισθανθεί και μετρήσει την ευθύνη μου σαν γονιός και την σημασία της παρουσίας μου στην ζωή τους όσο εκείνες τις στιγμές, όσο για κείνο το παιδί!
Θυμάμαι πως στην διαδρομή μέχρι το ίδρυμα στο αυτοκίνητο μίλησα ελάχιστα μένοντας σιωπηλή με τις σκέψεις μου.
Όλα όμως ξεχάστηκαν όταν τον πρωταντίκρυσα…
Το πρώτο που είδα ήταν ένα μεγάλο φωτεινό χαμόγελο, αυτό το ίδιο χαμόγελο που τον χαρακτηρίζει και που κερδίζει όλους όσους τον γνωρίζουν!
Οι βρεφοκόμες τον είχαν ντύσει με όμορφα γαλάζια ρουχαλάκια που ταίριαζαν με τα πανέμορφα γκριζογάλανα μάτια του.
Τον είχαν χτενίσει, του είχαν βάλει ακόμα και ζελέ στα μαλλιά και φυσικά του είχαν πει πως θα έρθει ο μπαμπάς και η μαμά του.
Κι ήταν τόσο μα τόσο αγχωμένος κι ο ίδιος!
Ένα τόσο δα ανθρωπάκι που πηγαινοερχόταν με νευρικότητα και η αμηχανία ήταν διάχυτη στις κινήσεις του.
Απόφευγε να μας κοιτάξει κι έκανε πως ασχολιόταν με τα παιχνίδια που του πήγαμε έχοντας ένα ντροπαλό χαμόγελο στο προσωπάκι του,
Ήθελα να τον σφίξω στην αγκαλιά μου και να του πω να μη φοβάται, πως από δω και πέρα θα είμαι πάντα δίπλα του, πως ότι κι αν τύχει στην ζωή του θά’ μαι εκεί στο πλάι του να τον φροντίζω και να τον στηρίζω..
Αντί γι’ αυτό τον κοιτούσα με ένα κόμπο στον λαιμό δίχως να μπορώ να πω και σπουδαία πράγματα, απλά κοιτώντας τον!
Έτσι κύλησε η πρώτη εκείνη συνάντηση, με χαμόγελα, κλεφτές ματιές, αμηχανία και ντροπαλοσύνη.
Κι αρχίσαμε να πηγαίνουμε καθημερινά πρωί κι απόγευμα να τον βλέπουμε.
Και μας περίμενε πάντα με τόση ανυπομονησία κι ήταν τόσο οδυνηρός κάθε φορά ο αποχωρισμός!
Ήθελε να έρθει μαζί μας στο σπίτι, ανυπομονούσε…
Και πώς να του εξηγήσεις την υπομονή;
Πώς να του πεις να περιμένει;
Περίμενε ήδη τριάμισι χρόνια απ’ την ζωή του …
Panos
συνεχίζεται…